σφύραινα

σφύραινα
Τελεόστεο ψάρι της οικογένειας των Σφυραινιδών, της τάξης των περκόμορφων. Τα ψάρια αυτά, που αντιπροσωπεύονται από ένα μόνο γένος, το οποίο περιλαμβάνει 20 περίπου είδη, είναι διαδομένα σε όλες τις εύκρατες ζώνες. Οι σ. είναι σαρκοφάγες, έχουν σώμα πολύ επίμηκες και στόμα μεγάλο, οπλισμένο με πολυάριθμα ισχυρά δόντια· η ουρά είναι διχαλωτή και ιδιαίτερα αναπτυγμένη. Κολυμπούν με ταχύτητα και χαρακτηρίζονται από μεγάλη επιθετικότητα και αδηφαγία. Ένα από τα πιο γνωστά είδη είναι η σφύραινα η μπαρρακούντα (sphyraena barracuda), μήκους δύο ή και περισσότερων μέτρων, της οποίας το κάτω σαγόνι προεξέχει σε σχέση με το πάνω· το ψάρι αυτό επιτίθεται καμιά φορά και στον άνθρωπο. Ανάλογες διαστάσεις έχει και η sphyraena obtusata, διαδομένη κυρίως στον Ειρηνικό και στον Ινδικό ωκεανό. Ένα είδος αρκετά συχνό στη Μεσόγειο, εκτός από τον Ατλαντικό, είναι η σφύραινα η κοινή (sphyraena sphyraena), o κοινός λούτσος, που έχει μήκος συνήθως γύρω στο ένα μέτρο και είναι πολύ επιθετικός. Το κρέας των μικρών και μέτριων Σφυραινιδών είναι νοστιμότατο. Σφύραινα (sphyraena barracuda)· το τελεόστεο αυτό ψάρι συχνά επιτίθεται και στον άνθρωπο.
* * *
η, ΝΑ
τελεόστεο περκόμορφο ψάρι που, σύμφωνα με τη σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, ανήκει στην οικογένεια sphyraenidae, κν. σήμερα λούτσος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφῦρα + επίθημα -αινα (πρβλ. μύρ-αινα). Το ψάρι ονομάστηκε έτσι λόγω τού σχήματός του].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σφύραινα — bicuda fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραίνας — σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem acc pl σφυραίνᾱς , σφύραινα bicuda fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραινῶν — σφύραινα bicuda fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραίνης — σφύραινα bicuda fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφυραίνῃ — σφύραινα bicuda fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύραιναι — σφύραινα bicuda fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σφύραιναν — σφύραινα bicuda fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ancient Macedonian language — For the unrelated modern Slavic language, see Macedonian language. language name=Ancient Macedonian region=Macedon ( extinct language ) extinct=absorbed by Attic Greek in the 4th century BC familycolor=Indo European fam2= possibly Greek… …   Wikipedia

  • Древнемакедонский язык — Страны: Древняя Македония Вымер: к III ве …   Википедия

  • κέστρα — η (Α κέοτρα) νεοελλ. 1. σφυρί τών λιθοξόων το οποίο έχει το ένα άκρο οξύ και το άλλο οδοντωτό 2. ναυτ. σιδερένιο μακρύ κωνικό και αιχμηρό εργαλείο με το οποίο ανοίγονται τρύπες στα πανιά και στα δέρματα ή χαλαρώνονται τα έμβολα τών σχοινιών, κν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”